- καθαρσίῳ
- καθάρσιοςcleansingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καθαρσίῳ — Καθάρσιος cleansing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καθαρσίωι — Καθαρσίῳ , Καθάρσιος cleansing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρσίωι — καθαρσίῳ , καθάρσιος cleansing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάρσιος — ο (AM καθάρσιος, ον) 1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ. β. «φόνου δὲ τοῡδ ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν) καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί… … Dictionary of Greek